Φερης

Φερης
    Φέρης
    -ητος ὅ Ферет (сын Кретея, миф. основатель г. Феры в Фессалии) Hom., Pind., Aesch., Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Φερης" в других словарях:

  • Φέρης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φερῇς — Φεραί fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρῃς — φέρω fero pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρηις — φέρῃς , φέρω fero pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φέρησι — Φέρης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φέρητα — Φέρης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φέρητε — Φέρης masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φέρητι — Φέρης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φέρητος — Φέρης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυφερής — εὐθυφερής, ές (Α) αυτός που κινείται ευθύγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φερής (< φέρω), πρβλ. ανω φερής, κατω φερής] …   Dictionary of Greek

  • ευφερής — εὐφερής, ές (Μ) αυτός που κινείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φερής (< φέρω), πρβλ. ανω φερής, παρεμ φερής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»